- οσφρητός
- ὀσφρητός, -ή, -όν (Α) [οσφραίνομαι]οσφραντός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀσφρητά — ὀσφρητός neut nom/voc/acc pl ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc/acc dual ὀσφρητά̱ , ὀσφρητός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητῶν — ὀσφρητός fem gen pl ὀσφρητός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητόν — ὀσφρητός masc acc sg ὀσφρητός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρηταῖς — ὀσφρητός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρηταί — ὀσφρητός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητοῖς — ὀσφρητός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀσφρητοῦ — ὀσφρητός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως … Dictionary of Greek
ευόσφρητος — εὐόσφρητος, ον (Α) (για τον σκύλο) αυτός που έχει καλή όσφρηση, οξεία όσφρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οσφρητός (< οσφραίνομαι)] … Dictionary of Greek
οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… … Dictionary of Greek